πρωτοθυμάμαι

πρωτοθυμάμαι
και πρωτοθυμούμαι Ν
1. θυμάμαι κάτι πρώτο ανάμεσα σε πολλά άλλα
2. θυμάμαι κάτι εγώ πρώτος μεταξύ άλλων
3. θυμάμαι κάτι για πρώτη φορά
4. φρ. «[και] τί να πρωτοθυμηθώ» — τί να αφηγηθώ πρώτο από τα τόσα πολλά που μού έχουν συμβεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”